Σαιν - Ντενί

Σαιν - Ντενί
(Saint – Denis). 1. Πόλη (περ. 90 829 κάτ.) της Β. Γαλλίας, χτισμένη σε απόσταση 10 χλμ. από το Παρίσι, πάνω στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, που σχηματίζει εκεί έναν αρκετά μεγάλο κόλπο. Στην περιοχή υπάρχουν πολλές βιομηχανίες: μεταλλουργίες (αυτοκίνητα, αμαξώματα), ηλεκτρικές συσκευές, χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα, υαλοποιίες, ποτοποιίες, σαπωνοποιίες κ.ά. Εδώ είχαν μεταφερθεί και ταφεί τα λείψανα του Άγιου Διονυσίου και των μαθητών του, προφανώς στη νεκρόπολη της πόλης, όπου τον 4o αι. ανεγέρθηκε το ομώνυμο παρεκκλήσι. Το 630 ο Δαγοβέρτος A’ ίδρυσε εκεί μεγαλοπρεπή εκκλησία, ενώ ένα άλλο παρεκκλήσι χτίστηκε από τον Καρλομάγνο. Το μοναστήρι του Άγιου Διονύσιου άκμασε ιδιαίτερα κατά την καρολίγγειο Αναγέννηση. Συστηματικές ανασκαφές έφεραν στο φως πολυάριθμα χρυσά αντικείμενα και σαρκοφάγους. Για την ανακαίνιση του μοναστηριού (1122) δημιουργήθηκαν εργαστήρια ζωγραφικής σε γυαλί και χρυσοχοεία, που έκαναν την πόλη εστία τέχνης. Γύρω στο 1231 η μονή πλουτίστηκε με νέα κτίρια. Πολλοί βασιλιάδες της Γαλλίας ενταφιάστηκαν εκεί και οι τάφοι τους αποτελούν αριστουργήματα της επιτύμβιας γλυπτικής. Το κέντρο της γαλλικής πόλης Σαιν-Ντενί. Έκρηξη ηφαιστείου στην πόλη Σαιν Ντενί του νησιού Ρεϊνιόν (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σαιντ - Εβρεμόν, Σορλ ντε Μαργκετέλ ντε Σαιν - Ντενί ντε- — (Saint Evremond). Γάλλος συγγραφέας (Σαιν Ντενί ντε Γκυάστ 1613 ή 1616 Λονδίνο 1703). Ακολούθησε τη στρατιωτική σταδιοδρομία και κατέλαβε σημαντικά αξιώματα· έπεσε όμως σε δυσμένεια και διέφυγε τη σύλληψη με την εξορία: πέρασε σχεδόν όλη του τη… …   Dictionary of Greek

  • Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… …   Dictionary of Greek

  • υαλογράφημα — Λέγεται και βιτρώ (vitraux), από τη γαλλική λέξη vitrail στον πληθυντικό της. Το υ., βυζαντινή εφεύρεση του 4ου ή 5ου αι., θριάμβευσε στη δυτική αρχιτεκτονική όταν επικράτησε ο γοτθικός ρυθμός. Αν και δεν ήταν άγνωστο στους ρομανικούς καλλιτέχνες …   Dictionary of Greek

  • Μονμορανσί — (Montmorency). Αριστοκρατική οικογένεια, γνωστή στη Γαλλία από το 10o αι., η οποία υποδιαιρέθηκε αργότερα σε πολλούς κλάδους. Από αυτούς το 1820, με οικογενειακή συμφωνία αναγνωρίστηκαν μόνο τρεις: οι Μονμορανσί, οι Μ. Λουξεμβρούργου και οι Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Ρεϋνιόν — (Ile de la Rιunion = Νήσος της Ένωσης). Υπερπόντιος νομός της Γαλλικής Δημοκρατίας, αποτελούμενος από το ομώνυμο νησί της συστάδας των Μασκαρένιας· βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του Ινδικού ωκεανού σε νότιο πλάτος 21° και ανατολικό μήκος 55°30’,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”